Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σφαιροβολία

См. также в других словарях:

  • σφαιροβολία — η, Ν 1. η ρίψη σφαίρας 2. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο οι αθλητές ρίχνουν σε μήκος μεταλλική σφαίρα καθορισμένου βάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Πρόγραμμα τών Ολυμπιακών Αγώνων] …   Dictionary of Greek

  • σφαιροβολία — η είδος αγωνίσματος, ρίψη σφαίρας: Αναδείχτηκε πρωταθλητής της σφαιροβολίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

  • προσπαλαίω — ΜΑ [παλαίω] μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῑς λόγοις προσπαλαῑσαι», Πλάτ.) αρχ. 1. παλεύω με κάποιον 2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» γυμνάζομαι στη σφαιροβολία …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαιροβολώ — έω, Ν [σφαφοβόλος] ασκούμαι στη σφαιροβολία, ρίχνω σφαίρα …   Dictionary of Greek

  • σφυροβολία — Αθλητικό αγώνισμα στο οποίο νικητής θεωρείται ο αθλητής εκείνος που θα ρίξει σε μεγαλύτερη απόσταση τη σφύρα. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα αγωνίσματα των ρίψεων (τα υπόλοιπα είναι η σφαιροβολία, ο ακοντισμός και η δισκοβολία) και καθιερώθηκε στους …   Dictionary of Greek

  • αγωνίζομαι — αγωνίστηκα 1. παίρνω μέρος σε αθλητικούς αγώνες: Στη σφαιροβολία αγωνίστηκαν δέκα αθλητές. 2. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, κοπιάζω: Αγωνίζεται να βγάλει το ψωμί του. 3. πολεμώ, μάχομαι: Οι αντίπαλοι στρατοί αγωνίστηκαν σκληρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεκόρ — το (λ. γαλλ.), επίδοση που ξεπερνά κάθε προηγούμενη στο ίδιο αγώνισμα, μέγιστη επίδοση: Στους φετινούς βαλκανικούς αγώνες σημειώθηκαν δύο νέα ρεκόρ στο ακόντιο και στη σφαιροβολία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»